Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

ΟΒΕΛΙΑΣ - ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟ ΟΦΤΟ - ΚΟΚΟΡΕΤΣΙ - ΟΙ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΨΗΣΙΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΡΙΖΕΣ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ!




Ένας από τις αρχαιότερους τρόπους μαγειρέματος είναι το οφτό κρέας, που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει την ονομασία «αντικριστό». Η μεθοδολογία χάνεται μέσα στους αιώνες, με το αντικριστό οφτό, που έψηνε ο Πάτροκλος στην Ιλιάδα!


Την παλαιότητα της μεθόδου αποδεικνύει μία αναφορά του Όμηρου στην Ιλιάδα, στη Ραψωδία I-205.
Διαβάστε τους στίχους σε μετάφραση Γ. Ψυχουντάκη:
"Του συντρόφου του ό Πάτροκλος κείνα πού του 'πε πιάνει.
Κι αυτός κρεατοκούτσουρο μεγάλο τότες βάνει
έκειά στη φέξη της φωθιάς, αίγας κι αρνιού την πλάτη
τιάνω 'θεκε, και γουρουνιού της πλάτης το κομμάτι,
π' ατιό το πάχος γυάλιζε, και πιάνει τα κι αρχίζει,
και βαστά ντου Αύτομέδοντας και τα χοντρομελίζει,
κατόπι σε μικρότερα κομμάτια διαμελά τα,
κι ωσάν τ' άπομορφόκοψε, στις σούβλες και περνά τα.
Κι ό Πάτροκλος ό θεϊκός φωθιά μεγάλην άφτει
κ/ ως ή φωθιά κατάκατσεν, ή φλόγα κι ασκοντάφτει,
κι αποκαταφλογόσβησε, τότες κι εκείνος παίρνει,
έστρωσε την καρβουνοσιά, τις σούβλες του και σέρνει
τιάνω σια διχαλόξυλα, κι ανασηκώνοντας τις
απ' τα διχάλια, μ' άγιον άλάτσι πασπαλά τις.
Σάν τα 'ψησε και τ' άτιλωσε στην τάβλα και τα σιάζει,
σ' ώρια πανέρια το ψωμίκι ό Πάτροκλος μοιράζει... "
Στον τρωικό πόλεμο είχε πάει και ο Ιδομενέας, ο βασιλιάς της Κρήτης, γιος του Δευκαλίωνα και εγγονός του Μίνωα. Συμμετείχε και διακρίθηκε για την αντρειοσύνη του στον Πόλεμο της Τροίας. Το όνομα Ιδομενεύς είναι σύνθετο από την ονομασία του ιερού βουνού της Κρήτης, την πολυτραγουδισμένη Ίδη και το ρήμα μένω.
Δεν είναι τυχαίο το ότι ακόμη και σήμερα ο πιο αγαπημένος τρόπος ψησίματος του κρέατος στην Κρήτη είναι στα κάρβουνα, το «οπτόν» (=ψητό, ψημένο) ή οφτό, όπως λέγεται ακόμη. Οι βοσκοί του Ψηλορείτη και της Μαδάρας δεν συνηθίζουν να εφαρμόζουν άλλη μέθοδο για να μαγειρεύουν τα αρνιά και τα ρίφια τους και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διαδικασία που ακολουθείται. Πολλές φορές θυμίζει τελετουργία. Ο πιο μικρός βοσκός αναλαμβάνει να καθαρίσει το χώρο από τους θάμνους και τις πέτρες, ύστερα ανοίγει ένα μικρό λάκκο στη γη μέσα στον οποίο ανάβει φωτιά και γύρω του τοποθετεί πέτρες, που θα στηριχτούν οι σούβλες.

Η διαδικασία αυτή συνδέεται με την Ελληνική Αρχαιότητα. Γιατί, από εκείνα τα χρόνια το οφτό αρνί αποτελούσε την πρώτη γευστική προτίμηση των Ελλήνων. Οι αρχαίοι άνοιγαν τους ίδιους λάκκους που ονόμαζαν «βόθρους». Εκεί μέσα πρόσφεραν θυσίες στους θεούς του κάτω κόσμου.


Αλλά και οι ίδιες οι σούβλες έχουν την καταγωγή τους στην αρχαιότητα, αναπαριστώντας τα δόρατα των πολεμιστών. Οι πολεμιστές συνήθιζαν να ψήνουν το κρέας περασμένο στα δόρατά τους. Όταν δε, έψηναν στη σούβλα αρνί ή κατσίκι και καθώς δεν υπήρχαν τότε πινέλα αλλά ούτε και λαδολέμονο, βουτούσαν ένα κλαδί από πεύκο σε χυμούς από άγουρο σταφύλι και άγουρο δαμάσκηνο και άλειφαν το κρέας προσδίδοντάς του μια ιδιαίτερη γεύση από φρούτα και ρετσίνι.
Το κοκορέτσι και η γαρδούμπα, κατά τους αρχαίους Έλληνες το «γαρδούμιο» και η «πλεκτή» αναφέρονται ακόμα και στα ομηρικά έπη. Ο τρόπος παρασκευής δεν διέφερε πολύ. Το κοκορέτσι είναι καταγεγραμμένο στα έργα του Ομήρου, ο οποίος μας αποκαλύπτει ότι το έφτιαχναν από την αρχαία Ελλάδα. Οι λεπτομέρειες, μάλιστα, που αφορούν την παρασκευή του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Για να παρασκευάσουν κοκορέτσι μαρινάριζαν τα έντερα σε ξύδι, νερό και μέλι. Το ξύδι λειτουργούσε ως αντισηπτικό και αφυδάτωνε το έντερο από τα πολλά λίπη, ενώ το μέλι δημιουργούσε μια καραμελωμένη κρούστα.
Στις περισσότερες περιοχές της χώρας επιβιώνουν παραδοσιακές συνταγές και τρόποι μαγειρέματος χιλιάδων χρόνων, περνώντας από γενιά σε γενιά. Κατά καιρούς συγκεντρώνονται σε βιβλία μαγειρικής και σχετικές εκδόσεις χάρη στο μεράκι και το φιλότιμο κάποιων ανθρώπων.

Γλυκερία Ξιφοκώστα