Ύμνος των Ελλήνων
«Είμαι η Πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέραδένει. Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω.Και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ’ εγώ η μητέρα,και ήρθα. Τον ύμνο φέρνω.
5Τον ύμνο, φωτοστέφανο, σε μυστικά Θεοφάνιαχυτό από μένα, αμάραντο, πιο απάνου απ’ τα στεφάνιαπου φέρνουν για να στεφανώσουν το μνημόσυνό σας,άρχοντες και στρατός και λαός γονατισμένοι εμπρός σας.Τον ύμνο στην εικόνα σας τεχνίτης που τη λέει10γραφτή με το σμιλάρι του στα μαρμαρένια φύλλα,τον ύμνο που τ’ αρμονικό του βούισμα τ’ ανταμώνει,σημαία, με τη βουβή σου ανατριχίλα·τον ύμνο τον πολύφωνο, και σάλπισμα κι αηδόνι,φέρνω, να πάει τη δόξα σας βαθιά κρυφά όπου καίει15του Γένους η καρδιά,καρδιές μου, ήρωες, μάρτυρες, νεκροί γενναίοι, ωραίοι.Μία, θεία βουλή κι ο σταυρωμός κι ο λυτρωμός, παιδιά!Κόδροι, Λεωνίδες, Καραΐσκοι στους καιρούς, ακόμαόσοι με τ’ όνομα και ζείτε και φεγγοβολάτε,20κι εσείς που σα να κρύβεστε και σιωπηλοί περνάτε,στρατιώτες άγνωστοι, αθλητές ανώνυμοι, το στόμαπου δε σας αχολόγησε το βροντερό της φήμηςκαι μένετε αλειτούργητοι στην εκκλησιά της μνήμης,πεσμένοι μου ομολογητές από λογχιά, από βόλι,25κι οι γνωρισμένοι κι οι άγνωροι, δόξες μου, και όμοια, και όλοι.
Τέτοια ζωντάνια είχαν και τότε ορίζοντες, γη, τόποι,και ο λάκκος και η κορφή.Πίσω απ’ το μεγαλόκορφο τον Όρβηλο η Ροδόπηξεμύτιζε κρυφή.
30Αστραφτερά, μαυριδερά θεριεύανε στα μάτιαβοσκές, χωριά, νερά.Ρουμάνια, η λεύκα, η καστανιά, τα πεύκα σαν τα ελάτιαστυλώνονταν γερά.
Ρόδα. Τα πάντα πύρωνε το κάμα του Αλωνάρη,35ζώα, λίμνες, λαγκαδιές,και το ποτάμι το πλατύ, και το παχύ χορτάρι·μαζί και τις καρδιές.
Γαυρίαζε πολεμόχαρα σε απάτητα ταμπούριαμε τ’ άρματα κι ο εχθρός.40Όμως απάνου από τα πολυβόλα, από τα θούρια,Φούρια η φωνή μου: Εμπρός!
Δε σας κρατάν πλαγιά, κορφή, στενό, πλάτωμα, πόρος.Έγινα μες στα σπλάχνα σας ο θεός ο νικηφόρος,έγινα ο δρόμος πιο λαμπρά προς την αθανασία45που πάει με τη θυσία.
Μεμιάς και σα να γύριζαν οι μισεμένοι χρόνοιτου Διάκου και του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη,που και λαλούσε κι άνθιζε κι αηδόνι και λουλούδιμονάκριβο μες στη σκλαβιά το κλέφτικο τραγούδι,—50με τη δροσιά του τραγουδιού στο φλογισμένο στόμα,με το τραγούδι επέφτατε ματώνοντας το χώμα,κάτου από τ’ άξιο τ’ άλογο, στο ασώπαστο κανόνι,πεζοί και καβαλάρηδες, του Μάη κομμένοι οι κλώνοι.Βάγια, τρισάγια, Λαχανά, Κιλκίς, προσκυνητάρια.55Το αίμα, ο θάνατος, η νίκη, οι πέτρες, τα χορτάρια,σκάλες προς ύψη επαγγελτά με πάτε, η περηφάνιαη αρχαία με παίρνει, μπάζετε στης ιστορίας μας πάλιτη δόξα τα Βαλκάνια,σα να ’διναν τα χέρια λαοί μες στην ανεμοζάλη,60Ροδόπη, σα να γύρευες —ποιός ξέρει— στου πολέμουτη λύσσα, νύφη, το φιλί του ελληνοδόξαστου Αίμου…
Στου Χάρου την ολονυχτιά σάς φώτιζα, αγιοκέρι,θυσιαστήρια, Λαχανά, Κιλκίς,στη νύχτα του δαρμού σάς ήμουν της αυγής το αστέρι·65για σας είν’ ο ύμνος μου πλατύς.
Πλατύς είν’ ο ύμνος μου από σας, γιατί και την Πατρίδατην ίδια εμέ πλατιά σ’ εσάς να καθρεφτίζεται είδασε Θεοφάνια μυστικά μ’ όλα της φεγγοβόλατα ιστορικά, τα ιδανικά, τα ριζικά της, όλα.
70Δεν πάει σε μένα της φλογέρας η φωνή, μια στάλα.Τα μεγαλόφωνα όργανα δοξάζουν τα μεγάλα.—Η Αθήνα, η Σπάρτη, Ρούμελη, Μοριά! Τετραπλό φτάνεικαι τ’ όνομά σας μοναχά για του ύμνου το λιβάνι.Γη αντρειωμένη, ανταριασμένη γη, Μακεδονία,75στου Γένους τα χρυσόνειρα και τόνος και αγωνία!Γύρω σου, Ελλάδα ιδεατή, πόσες με σάρκα Ελλάδες!Χαίρε, και των αρματολών Ήπειρος και του Πύρρου,των Αλεξάντρων και η ορμή κι ο εξάμετρος του Ομήρου!Βογκούν τα Δωδεκάνησα… Ζει η Κύπρος, οι Κυκλάδες80χορεύουν πάντα ολόγυρα στην Απολλώνεια Δήλο·και η Πούλια των Εφτάνησων. Και τα σμαράγδια, τρία,Χίο, Λέσβο, Σάμο. Η θάλασσα θησαυριστής μας, λάμπει,και η Κρήτη, ηρώισσα, πάντα εμπρός. Της Θεσσαλίας κι οι κάμποιπάντα βαστάν και του Αχιλλέα και του Φεραίου το θρύλο.85Του Υδραίου το χέρι θριαμβικά σε κυβερνάει, τιμόνι,το ξέρουν του αλησμόνητου Βοσπόρου τα νερά,γυπάετος τ’ αερόπλανο, ρίζωμα το κανόνι,κάποιος Κανάρης πλάθεται —ποιός ξέρει—στα Ψαρά.Κι εσύ! ζωή της Ιωνίας! Και μες στα σάβανά σου90σφίγγοντας ευλαβητικά τ’ άγια τα λείψανά σου,στον κόρφο μου το μητρικό που γύρευες το μνήμαγρικάς μιας νεκρανάστασης να σε ξυπνάει το κύμα.
Σκέπη μας απ’ το Ταίναρο κι ώς τη ΘεσσαλονίκηΣοφία, Εργάνη, Πρόμαχος, η ασπίδα σου, Αθηνά.95Πνέε, ειρηνόφορη χαρά, του ματωμού και οι λύκοιουρλιάστε, όμοια σάς πρέπουνε δοξαστικά Ωσαννά!
Είμαι η Ελλάδα, των πατρίδων είμ’ εγώ η κορόνακαι των ανθρώπων ο βωμός και των εθνών η Ελένη,και τ’ ανταμώνω στων καιρών τα ρέματα ζωογόνα100τα τρόπαια της Αράχοβας, τα Δελφικά τεμένη.
Ειρήνη, εσύ ω πασίχαρη και ω πλουτοδότρα Ειρήνη,ο ξάστερος εσύ ουρανός και η ξεδιψάστρα η κρήνη,τον όλβο τον καλείς εσύ, την τύχη εσύ την κάνεις,καλότυχος θνητός ή λαός που θα τον ξανασάνεις.105Στα πόδια σου άνεργη σπαράζει από τα καταχθόνιακαι η καταλύτρα των εθνών η φάγοσσα η Διχόνοια!Ευλογημένοι όσοι για σε δουλεύουν και «σαρκώσου!»κράζουν με χέρια ικετικά προς τ’ άπιαστο όνειρό σου.
Μα έρχεται μέρα, βοή ξεσπά: «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!»110Ποιός την αξία της η ζωή, ποιός δεν αισθάνεται ότιτην έχει από το θάνατο; Κι αν η πατρίδα υπάρχει,τη ζεις εσύ, στρατιώτη!Για να τη ζήσεις πολεμάς, καίεσαι, νικάς, πεθαίνεις,για να καρπίσει η χωραφιά τη σκίζει κι ο οργοτόμος,115τέτοιος και πάντα κι από μιας αρχής της Οικουμένηςγύρω από τον Κυρ Ήλιο της ο άγριος κι ο άγιος νόμος.Του νόμου αυτού μαυρίζει ο ίσκιος τ’ άστρο της ημέρας,δράκοντας αίμα ρηγικό μυρίζεται το τέρας.Όμως από τα ύψη μου κι όποιος τον αντικρίσει,120προσκυνητής του θα γενεί, θα ειπεί: «Πλάστρα η φωτιά του!»Γύφτος, και τα σφυροκοπά στη φλόγα του εδώ κάτουφύλα νέου κόσμου και παλιού σε Ανατολή, σε Δύση.
Ιδέες αρνήτρες, της ψυχής χαλάστρες φωτιές, πάγοι,τυφλού ενός τρόμου ή το κρεμάν ανάερα το σπαθί,125ή πολεμάνε την ψυχή ν’ αράξουν όπου ανθείτο λησμοβότανο, ίσα εκεί που ζούνε οι λωτοφάγοι.Κι όσα από με παραδοτά, θρεμμένα, ευλογημένα,θρησκεία, γη, πίστη, ιδανικά, θυσίες, αγάπες, χρέη,σα βαρετά, σαν ξεγραφτά, προσβάλοντ’ ένα ένα.130Σε βάθρα, ξόανα βάρβαρα, Μεσσίες ωχροί, θεοί νέοι.
Είμαι η Πατρίδα. Αδάκρυτη και αγέλαστη μητέρα,συχνά απ’ το χρέος που κυβερνά ιερό τα σωθικά μου,μου βάζει ατσάλι στην καρδιά και στη ματιά φοβέρα,το χρέος με δείχνει και μητριά και σκιάχτρο στα παιδιά μου.135Και μην ξαφνίζεστε αν κρατώ την αγριλιά στο χέριπλεγμένη σε μαχαίρι.Στην αγκαλιά μου ταιριαστές και Χάρες και Γοργόνες.Οι Μαραθώνες —μάθετε— γεννούν τους Παρθενώνες.
—Παιδιά μου, όσοι, προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί,140σαν τα λιοντάρια στήσατε κορμιά και σαν τα κάστρα,και μες στη μακεδονική ματοθρεμμένη γηβάλατε την εικόνα μου φερτή σαν από τ’ άστραστου Λαχανά και στου Κιλκίς την εκκλησιά την πλάστρα,πνοές κι αν πλανάστε σ’ άλλη ζωή, λείψανα κι αν κοιμάστε,145σας λειτουργώ στη δόξα μου. Μακαρισμένοι να ’στε! …)
Ειπωμένος ο ύμνος στην αποκάλυψη του ηρώου του Κιλκίς — 23 Ιουλίου 1929.