Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ - Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΤΟΛΜΑ


Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΑ 300 ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥ




Στις 28 Φεβρουαρίου το 1826, πέφτει ηρωικά ο Σαρακατσάνος οπλαρχηγός Λιακατάς Γρηγόρης στην Μάχη του Ντολμά μαζί με όλους σχεδόν τους άνδρες του, υπερασπιζόμενος τις νησίδες Ντολμά και Πόρο του Αιτωλικού.

Όσο κράταγε η πολιορκία του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, οι αμυνόμενοι Έλληνες είχαν οχυρώσει όλα τα νησιά της λιμνοθάλασσας ώστε να εξασφαλίσουν με καλύτερο τρόπο την αντίσταση στις τούρκικες επιθέσεις. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1826 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν μετά από σκληρή μάχη το Βασιλάδι, που στέκονταν σημαντικό προπύργιο για την άμυνα του Μεσολογγίου.  Στις 28 Φεβρουαρίου περικυκλώνουν το μικρό νησάκι Ντολμάς της λιμνοθάλασσας, λίγο νοτιότερα από το Ανατολικό (Αιτωλικό).
Εκεί, ο Γρηγόριος Λιακατάς με 300 παλληκάρια από το Αιτωλικό και όλη την ευρύτερη περιοχή του Ασπροποτάμου είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Ντολμά. Αποτελούσε το τελευταίο οχυρό του Αιτωλικού. Μάλιστα, πριν την σύγκρουση τους μάζεψε και τους είπε. “Εμείς οι λίγοι όπου βρεθήκαμε εδώ θα βαστάξουμε ετούτη την ντάπια και αν ο Θεός βοηθήσει και νικήσουμε το νάμι (τιμή) είναι δικό μας. Μιντάτι (βοήθεια), δεν καρτεράμε από πουθενά”.

Το νησάκι ήταν περικυκλωμένο από ένα στολίσκο με μικρά πλεούμενα που είχαν κατασκευάσει ειδικά για τη λιμνοθάλασσα, ενώ από την κοντινή στεριά στη Φοινικιά χτυπούσαν τους πολιορκημένους με κανόνια. Η μάχη ήταν άνιση. Από το Μεσολόγγι βλέποντας τον Ντολμά να κινδυνεύει κάνουν μια ακόμη παράτολμη έξοδο επιτιθέμενοι στο στρατόπεδο των τούρκων, ελπίζοντας με αυτό τον αντιπερισπασμό να τους αναγκάσουν να φύγουν άπρακτοι από τον Ντολμά.
Παρόλο που ο αντιπερισπασμός των Ελλήνων στο Μεσολόγγι ήταν απόλυτα επιτυχής καθώς σκότωσαν πάνω από 500 εχθρούς και γύρισαν πίσω με πολλά λάφυρα, ο Ντολμάς δεν μπόρεσε να αντέξει. Ο αρχηγός του Στρατηγός Γρηγόρης Λιακατάς και όλα σχεδόν τα παλληκάρια του πέφτουν νεκροί ηρωικά μαχόμενοι.
Τρεις αγωνιστές κατάφεραν να γλυτώσουν και, βαριά πληγωμένοι, να καταφύγουν στο Αιτωλικό και να ειδοποιήσουν τους κατοίκους για να το εγκαταλείψουν. Έτσι, πολλοί Αιτωλικιώτες διασκορπίστηκαν στη γύρω περιοχή για να γλυτώσουν. Αρκετοί κατευθύνθηκαν προς τη τοποθεσία Ψηλή Παναγιά, εκεί όπου τα κλάματα των μικρών παιδιών, πρόδωσαν το κρησφύγετό τους και οι Τούρκοι τους σκότωσαν. Αυτός είναι και ο λόγος που γιορτάζουμε την Αγια Αγάθη και έχει καθιερωθεί το ομώνυμο πανηγύρι.

Έτσι στις 1 Μαρτίου του 1826 έπεσε το Αιτωλικό. Ένας προάγγελος για το Μεσολόγγι που ακολούθησε. Όταν στο Μεσολόγγι έμαθαν ότι τούρκοι ξεχώρισαν τα παιδιά και τις νεαρότερες γυναίκες για τα χαρέμια των πασάδων, αυτό δυνάμωσε τη θέληση τους για αντίσταση με τη σκέψη ότι ήταν καλύτερος ο θάνατος παρά η παράδοση και έτσι όταν δεν περίμεναν πια βοήθεια από πουθενά, οδηγήθηκαν στην ηρωική και τραγική έξοδο του Απρίλη του 1826.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην παραπάνω μάχη ο Γρηγόρης Λιακατάς ήταν επικεφαλής 350 αντρών. Οι άντρες αυτοί ήταν όλοι συγγενείς του και όλοι Σαρακατσαναίοι. (Σ’ αυτή τη μάχη ξεκληρίστηκε όλο το Λιακατέικο σόι 39 τον αριθμό. Καθώς και πολλοί Ασπροποταμίτες και οι καλύτεροι από τους Αιτωλικιώτες).
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γρηγόρης Λιακατάς γεννήθηκε γύρω το 1799 κατά άλλους στον Ασπροπόταμο και κατά άλλους στο Ξηρόμερο. Ήταν ο μεγάλος γιος του αρχιτσέλιγκα Θύμιου Λιακατά και γαμπρός του στρατηγού Νικολού Στουρνάρη από τα Κούτσαινα (Στουρναρέϊκα) Τρικά­λων. Είχε άλλα τρία αδέρφια: τον Κώστα, τον Δημήτρη και Σωτήρη, καθώς και μια πανέμορφη αδερφή τη Δέσπω, που με την βία την πήρε ο Αλή Πασάς στο χαρέμι του. Όλοι τους διακρίθηκαν στους αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Απ’ όλους τους γιούς ξεχώριζε ο Γρηγόρης.
Η επανάσταση στην επαρχεία Ασπροποτάμου ξεκίνησε στις 5 Ιουλίου του 1821 από τους οπλαρχηγούς Γρηγόρη Λιακατά, Ν. Στουρνάρη και Γιωργάκη Βελή από τα Άγραφα.
Η προσωρινή κυβέρνηση έδωσε προαγωγή στον Γ. Λιακατά και από Χιλίαρχο τον έκανε Στρατηγό.
Ο Γρηγόρης ήταν φημισμένος για την ομορφιά του, ο Κασομούλης έλεγε πως δεν υπήρχε ομορφότερος άντρας. Είχε όλες τις χάρες του πολεμιστή, τα μετρημένα λόγια, την ορμή, το φιλότιμο, την ομορφιά και την περηφάνια, την αγάπη της ζωής και την καταφρόνια του θανάτου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ


Tρεις σταυραετοί ροβόλαγαν απ' τ'Αγραφα σταλμένοι ,
Ο ένας πάει στ' Αντελικό στο Βασιλάδι ο άλλος
Και ο τρίτος ο καλύτερος στο Μεσολόγγι μπήκε.
Ντάπια σε ντάπια περπατεί, ταμπούρι σε ταμπούρι.
Ρωτάει την ντάπια του Μακρή ,στη ντάπια του Δεσπότη
Γεια σας χαρά σας βρε παιδιά . Καλώς το παλικάρι.
-μην είδατε τον Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη
-Αϊτέ μου αυτός δεν είναι εδώ , και δω μην τον γυρεύεις,
μον' πέτα στ' Αντελικό και πέρασε τον πόρο.
Εκεί θα βρεις πολλά κορμιά ,σφαγμένα σκοτωμένα.
Κι ποιο είν το πιο λεβέντικο το ξανθομουστακάτο,
εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γρηγόρη.
Ψηλά απ' τον Ασπροπόταμο πετάει στο Μεσολόγγι,
Χρυσός αϊτός τριγύριζεν έξω από το Μεσολόγγι,
γεράκι με δυό γράμματα από τους Λιακαταίους.
Γυρίζ' εδώ γυρίζ' εκεί γυρίζ' όλη την χώρα.
Μην είδατε τον Λιακατά, τον καπετάν Γρηγόρη
Πουλίμ' αυτός δεν είναι εδώ ,κι εδώ μην τον γυρεύεις
πέτα προς το Ανατολικό ,και πέρασε τον πόρο,
και εκεί θα βρεις κορμιά σφαγμένα ,σκοτωμένα,
κι' όποιο δεις λεβέντικο και ξανθομουστακάτο ,
εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γρηγόρη.
Ένας αετός τριγύριζε μέσα στο Μεσολόγγι
κοιτάει τα ντάπια του Μακρή τα ντάπια του Δεσπότη
κι αγνάντεψε την Κλείσοβα κατά το Μακρυνόρος
Ψάχνει να βρει τον Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη
που κράτησε την Κλείσοβα με ογδόντα παλικάρια.
Εσείς βουνά του Κιαρατά ,βουνά τ' Ασπροποτάμου
τους κλέφτες τι τους κάνατε , τον Καπετάν Γρηγόρη
-Αυτός πήγε και κλείσθηκε μέσα στο Μεσολόγγι,
μας είπαν πως λαβώθηκε μεσ' το δεξί το μάτι
κι λεν πως δεν θα ξαναρθεί ,δεν θα τον ξαναδούμε.
Για κλάψτε δέντρα και κλαδιά κι εσείς κρυοβρυσούλες,
τι χάσανε την κλεφτουριά, τον καπετάν Γληγόρη...


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Γρηγόρης Λιακατάς, ο σταυραετός σκοτώθηκε. Όμως το πανέμορφο παλληκάρι της Πίνδου δεν πέθανε, ζει! Ζει στις καρδιές των Ελλήνων. Η ψυχή του περήφανη, όπως και η λεβέντικη κορμοστασιά του, πλανάται ελεύθερη πάνω απ’ τα πανύψηλα έλατα του Κλεινοβού, καμαρώνοντας την ελεύθερη πατρίδα του.